- ἔφαλος
- ἔφ-αλος (ἅλς): situated on the sea, epith. of maritime cities, Il. 2.538, 584. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
έφαλος — ἔφαλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ ἔφαλον», Ομ. Ιλ. β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔφαλος (ενν. γῆ) η παραλία, η ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί… … Dictionary of Greek
ἔφαλος — on the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφαλον — ἔφαλος on the sea masc/fem acc sg ἔφαλος on the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάλοις — ἔφαλος on the sea masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφάλιος — ἐφάλιος, ον (Α) έφαλος*. παράλιος, που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλιος «θαλάσσιος» (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. παρ άλιος] … Dictionary of Greek